χωματόχρους

χωματόχρους
-ουν, Ν
(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα τού χώματος («τα χωματόχροα και θολά ρεύματα τών χειμάρρων», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + -χρους (< χρῶς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ποικιλό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”